προκαταστατικός

προκαταστατικός
προκατα-στᾰτικός, ή, όν,
A preparatory,

τῶν ζητημάτων νοήματα Sopat.

in Rh.8.58 W.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προκαταστατικός — η, όν, Α [προκατάστασις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προεισαγωγή, προεισαγωγικός, προπαρασκευαστικός …   Dictionary of Greek

  • προκαταστατικόν — προκαταστατικός preparatory masc acc sg προκαταστατικός preparatory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταστατικοῖς — προκαταστατικός preparatory masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταστατικῶς — προκαταστατικός preparatory adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταστατικῷ — προκαταστατικός preparatory masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”